- ἐννεοσσεύω
- ἐν-νεοσσεύω, darauf nisten, brüten. Übertr., hegen, pflegen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εννεοσσεύω — ἐννεοσσεύω και ἐννοσσεύω, αττ. τ. ἐννεοττεύω (AM) [νεοσσεύω] 1. (για πουλιά) κάθομαι σαν κλώσσα πάνω στα αβγά, κλωσσώ, επωάζω 2. (με αιτ.) μτφ. επωάζω, εκτρέφω («παρὰ σοὶ ἐννεοττεύσας ἔρωτα ὑπόπτερον» αφού εξέτρεφε [ανέπτυσσε] κοντά σου φτερωτό… … Dictionary of Greek
ἐννεοσσευόντων — ἐννεοσσεύω make a nest in pres part act masc/neut gen pl ἐννεοσσεύω make a nest in pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννοσσεύω — ἐννοσσεύω (AM) μτγ. τ. αντί εννεοσσεύω … Dictionary of Greek